3,274,919
edits
(6_22) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χήνημα''': τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον [[στόμα]], «[[χήνημα]]· [[καταμώκημα]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260. | |lstext='''χήνημα''': τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον [[στόμα]], «[[χήνημα]]· [[καταμώκημα]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />το να γελάει [[κανείς]] περιφρονητικά με ανοιχτό το [[στόμα]] εις [[βάρος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[χαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[χάσκω]])]. | |||
}} | }} |