Anonymous

φυγάς: Difference between revisions

From LSJ
1,390 bytes added ,  29 September 2017
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui fuit;<br /><b>2</b> chassé de son pays, banni, exilé, <i>avec</i> [[ἐκ]] <i>ou</i> [[ἀπό]] <i>ou</i> avec le gén. ; φυγάδα ποιεῖν τινα XÉN forcer qqn à s’exiler;<br /><b>3</b> transfuge : παρὰ [[τῶν]] Μήδων XÉN de chez les Mèdes.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]].
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui fuit;<br /><b>2</b> chassé de son pays, banni, exilé, <i>avec</i> [[ἐκ]] <i>ou</i> [[ἀπό]] <i>ou</i> avec le gén. ; φυγάδα ποιεῖν τινα XÉN forcer qqn à s’exiler;<br /><b>3</b> transfuge : παρὰ [[τῶν]] Μήδων XÉN de chez les Mèdes.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[φυγάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και [[φυγάδας]] Ν, και [[φυγάς]], ἡ, Α<br />αυτός που έχει φύγει από την [[πατρίδα]] του [[είτε]] εκούσια ως [[δραπέτης]] ή [[επειδή]] διώκεται, [[είτε]] ακούσια ως [[εξόριστος]] (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ [[φυγάδας]] ἐποίησε», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τραπεί σε [[φυγή]] [[κατά]] τη [[μάχη]] ή, γενικά, [[μπροστά]] στον κίνδυνο, [[λιποτάκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανυπότακτος]] [[στρατιώτης]], [[φυγόστρατος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «κατάγειν [[φυγάδας]]» — [[ανακαλώ]] τους εξόριστους (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «φυγάδες πύλαι» — οι πύλες από τις οποίεςς έφευγε [[κανείς]] από την [[πόλη]] (Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φύξ</i>, [[φυγός]] ή [[φυγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]- (<b>πρβλ.</b> <i>νομ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}