Anonymous

φαλλικός: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le phallus.<br />'''Étymologie:''' [[φαλλός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le phallus.<br />'''Étymologie:''' [[φαλλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φαλλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φαλλός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φαλλική [[λατρεία]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.-θρησκειολ.) η [[λατρεία]] της γενεσιουργού, της αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή από την [[πράξη]] της σεξουαλικής συνεύρεσης, αλλ. [[φαλλισμός]]<br />β) «φαλλικό [[στάδιο]]»<br />([[κατά]] την [[θεωρία]] της ψυχανάλυσης) [[φάση]] της παιδικής σεξουαλικότητας, που διαρκεί από την [[ηλικία]] τών τριών έως την [[ηλικία]] τών έξι ετών [[περίπου]] και [[κατά]] την οποία, και στα δύο φύλα, οι γενετήσιες παρορμήσεις οργανώνονται [[γύρω]] από τη γεννητική [[περιοχή]], αλλ. φαλλική [[φάση]]<br />γ) «φαλλική [[φάση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> το φαλλικό [[στάδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαλλικόν</i><br />α) (ενν. [[μέλος]]) [[άσμα]] το οποίο τραγουδούσαν [[κατά]] την [[περιφορά]] του φαλλού στα [[φαλληφόρια]]<br />β) [[διονυσιακός]] [[χορός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φαλλικά</i><br />α) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαλλικά<br />ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῡ φαλλοῡ ἀγομένου» <br />β) τα [[φαλληφόρια]].
}}
}}