Anonymous

ταρμύσσω: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ταρβέω]].
|btext=<i>c.</i> [[ταρβέω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φοβίζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. με [[επίθημα]] -<i>ύσσω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἰθύσσω]]), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν [[ούτε]] η [[σύνδεση]] με το ρ. [[τρέμω]] και με τα <i>τέ</i>-[[τραμ]]-<i>ος</i> / [[τετραμαίνω]] [[ούτε]] η [[αναγωγή]] της λ. σε αμάρτυρο τ. <i>ταρμός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείρω]] «[[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]»)].
}}
}}