Anonymous

τορύνω: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=remuer et écraser à l’aide d’une [[τορύνη]].
|btext=remuer et écraser à l’aide d’une [[τορύνη]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] με την [[κουτάλα]]<br /><b>2.</b> [[εγχαράσσω]], [[τορνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. [[τορύνη]] (Ι). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[τορύνη]] προήλθε από το ρ. [[τορύνω]].
}}
}}