Anonymous

ὑγρόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_18)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγρόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4.
|lstext='''ὑγρόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑγρόσαρκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] ότι έχει υγρές σάρκες, [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>, <i>σαρ</i>-<i>κός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
}}
}}