Anonymous

χαλαίπους: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλαίπους''': ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, [[Ἥφαιστος]] Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.
|lstext='''χᾰλαίπους''': ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, [[Ἥφαιστος]] Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει [[σταθερά]], που κουτσαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλαι</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[χαλώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κραταί</i>-[[πους]]].
}}
}}