Anonymous

φυλέτης: Difference between revisions

From LSJ
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />membre d’une tribu.<br />'''Étymologie:''' [[φυλή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />membre d’une tribu.<br />'''Étymologie:''' [[φυλή]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[φυλέτις]] -ιδος, 1. αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[φυλή]] με κάποιον [[άλλο]] («κωμῆταί τε καὶ φυλέται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια [[φυλή]] (α. «[[φυλέτης]] [[χορός]]» — ο [[χορός]] της φυλής, ο [[τοπικός]]<br />β. «[[φυλέτις]] [[ἐκκλησία]]», <b>Αππ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]] / [[φυλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έ</i>-<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαμ</i>-[[έτης]]: [[γάμος]], <i>οἰκ</i>-[[έτης]]: [[οἶκος]]), <b>βλ.</b> και -<i>της</i>].
}}
}}