Anonymous

Τυρρηνός: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />de Tyrrhénie, tyrrhénien ; [[οἱ]] Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />de Tyrrhénie, tyrrhénien ; [[οἱ]] Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[Τυρσηνός]] και δωρ. τ. [[Τυρρανός]] και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και [[Τυρρηνίς]] και ιων. τ. [[Τυρσηνίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Τυρρηνοί</i> ή <i>Τυρσηνοί</i><br />οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική [[ονομασία]] τών Ετρούσκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>Τύρσα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τύρσις]])].
}}
}}