3,274,216
edits
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδροφόβος''': -ον, ὁ φοβούμενος τὸ [[ὕδωρ]], ὁ πάσχων ἐξ ὑδροφοβίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ὑδροφόβος]], ὁ, = [[ὑδροφοβία]], Διοσκ. π. Ἰοβόλ. σ. 45, 66, Γαλην., κλπ. | |lstext='''ὑδροφόβος''': -ον, ὁ φοβούμενος τὸ [[ὕδωρ]], ὁ πάσχων ἐξ ὑδροφοβίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ὑδροφόβος]], ὁ, = [[ὑδροφοβία]], Διοσκ. π. Ἰοβόλ. σ. 45, 66, Γαλην., κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ<br />αυτός που φοβάται παθολογικά το [[νερό]], που πάσχει από [[υδροφοβία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> α) (για χημ. [[είδος]]) αυτός που έχει την [[τάση]] να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)<br />β) (για λυόφοβο κολλοειδές [[σύστημα]]) αυτός που έχει ως [[μέσο]] διασποράς το [[νερό]], από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[ὑδροφόβος]] και <i>τὸ ὑδροφόβον</i><br />η [[υδροφοβία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀνειρό</i>-<i>φοβος</i>]. | |||
}} | }} |