3,258,293
edits
(6_10) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χημεία''': ἡ, ἴδε [[χημία]]. | |lstext='''χημεία''': ἡ, ἴδε [[χημία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[χημία]] ΜΑ, και [[χυμεία]] Μ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> [[κλάδος]] τών φυσικών επιστημών που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] της ατομικής και μοριακής σύστασης της ύλης, [[καθώς]] και τών αλληλεπιδράσεων τών συστατικών της (α. «γενική [[χημεία]]» β. «[[φαρμακευτική]] [[χημεία]]» γ. «[[χημεία]] τών πολυμερών» δ. «αναλυτική [[χημεία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ανόργανη [[χημεία]]»<br /><b>χημ.</b> [[κλάδος]] της χημείας που μελετά όλα τα χημικά στοιχεία και τις ενώσεις τους, [[εκτός]] από τις ενώσεις του άνθρακα, από τις οποίες εξετάζει μόνο τα καρβίδια και μερικές άλλες απλές ενώσεις<br />β) «οργανική [[χημεία]]» — <b>βλ.</b> [[οργανικός]]<br />γ) «[[χημείο]] τροφίμων»<br /><b>χημ.</b> [[χημικός]] [[κλάδος]] που μελετά τη [[σύσταση]], την [[παραγωγή]] και τις ιδιότητες τών τροφίμων, τους τρόπους συντήρησής τους, τις μεταβολές ή τις αλλοιώσεις που αυτά υφίστανται και αναπτύσσει μεθόδους και τεχνικές για τον έλεγχο και την [[αποτροπή]] τών αλλοιώσεων και της νόθευσής τους<br /><b>μσν.</b><br />η [[αλχημεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[τέχνη]] της κατεργασίας και μετατροπής τών μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. της τέχνης της επεξεργασίας τών μετάλλων, για την οποία έχουν διατυπωθεί δύο κύριες ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, η λ. συνδέεται με τον τ. [[Χημία]], την αιγυπτιακή ονομ. της Αιγύπτου, και η [[μέθοδος]] αυτή της επεξεργασίας τών μετάλλων ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι εισήχθη από την Αίγυπτο, ή, σύμφωνα με άλλους μελετητές, λόγω του μαύρου χρώματος που αποκτούσαν τα μέταλλα με την [[επεξεργασία]] και την ανάμιξή τους (για τη σημ. «[[μαύρος]]» του τ. [[χημία]], <b>βλ. λ.</b>). Κατά τη δεύτερη [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην [[οικογένεια]] του ρ. <i>χέω</i> και έχει σχηματιστεί [[είτε]] από τον τ. [[χύμα]] με σημ. «[[χύσιμο]] μετάλλων» [[είτε]] μέσω του τ. [[χυμός]] λόγω της ανάμιξης διαφόρων υγρών. Επί [[πλέον]], η λ. [[χημεία]] και οι διάφοροι παρ. τ. εμφανίζουν και γραφές με -<i>υ</i>-, [[χωρίς]] να μπορεί να εξακριβωθεί ποιοι [[πρέπει]] να θεωρηθούν εγκυρότεροι, [[γεγονός]] που δεν διευκολύνει την [[επιλογή]] μιας από τις δύο προτάσεις ετυμολόγησης. Επειδή, όμως, η λ. [[χημεία]] δεν αναφέρεται μόνο στην [[επεξεργασία]] μετάλλων, [[αλλά]] περιλαμβάνει γενικότερα μεθόδους ανάμιξης και προετοιμασίας βαφών, αφεψημάτων, χυμών, εκχυλισμάτων κ.ά., οδηγείται [[κανείς]] στο [[συμπέρασμα]] ότι η λ. [[χημεία]]/[[χυμεία]] έχει προέλθει, πιθανότατα, από συμφυρμό τών λ. [[χυμός]] και [[Χημία]], ο [[οποίος]] διευκολύνθηκε και από την [[σύμπτωση]] στην [[προφορά]] τών -<i>υ</i>- και -<i>η</i>- με τον ιωτακισμό. Στη Νέα Ελληνική ο τ. επικράτησε με τη γρφ. [[χημεία]] και χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. του επιστημονικού κλάδου που μελετά τις ιδιότητες τών ουσιών και τις [[μεταξύ]] τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Από τη λ. [[χημεία]] σχηματίστηκε και ο τ. [[αλχημεία]] και προήλθαν [[επίσης]] οι ξεν. ονομ. του επιστημονικού κλάδου (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chemistry</i>, γαλλ. <i>chimie</i>), [[καθώς]] και άλλοι επιστημονικοί όροι που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> <i>χημειο</i>-[[θεραπεία]] <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>chimiotherapie</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>χημει</i>(<i>ο</i>)-]. | |||
}} | }} |