Anonymous

ταινίδιον: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_22)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταινίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ταινία]], λωρὶς λινοῦ ὑφάσματος, Ἱππ. 398. 54, κτλ.
|lstext='''ταινίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ταινία]], λωρὶς λινοῦ ὑφάσματος, Ἱππ. 398. 54, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[ταινία]]<br /><b>υποκορ.</b><br /><b>1.</b> μικρή και στενή [[λωρίδα]] υφάσματος<br /><b>2.</b> δερμάτινο [[λουρί]]<br /><b>3.</b> μικρή [[κοσμηματοθήκη]] («[[δακτύλιος]] χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», <b>επιγρ.</b> Δήλου)<br /><b>4.</b> [[λεπτό]] [[κόσμημα]] («στέφανον ἐλάας [[μετὰ]] ταινιδίου φοινικιοῡ», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}