Anonymous

ὑψίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]].
|btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, [[απότομος]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ο χτισμένος [[πάνω]] σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ [[πόλισμα]] Καυκάσου [[πέλας]] νέμονται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»].
}}
}}