Anonymous

σύσταθμος: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_15)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύσταθμος''': -ον, (σταθμὸς ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἴσον βάρος, Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ.
|lstext='''σύσταθμος''': -ον, (σταθμὸς ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἴσον βάρος, Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σταθμόν]]), <b>πρβλ.</b> [[αντί]]-<i>σταθμος</i>].
}}
}}