Anonymous

τερατουργία: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habileté de charlatan, jonglerie;<br /><b>2</b> amour du merveilleux.<br />'''Étymologie:''' [[τερατουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habileté de charlatan, jonglerie;<br /><b>2</b> amour du merveilleux.<br />'''Étymologie:''' [[τερατουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[τερατουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τερατώδης]] [[πράξη]], [[τερατούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κάνει [[κανείς]] θαυμαστά πράγματα, [[θαυματοποιία]]<br /><b>2.</b> η [[χρησιμοποίηση]] θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων<br /><b>3.</b> [[τάση]] για [[χρησιμοποίηση]] ή και το ιδιαίτερο [[ενδιαφέρον]] που δείχνει [[κανείς]] για [[καθετί]] το παράξενο<br /><b>4.</b> η [[χρησιμοποίηση]] μαγικών τεχνασμάτων, [[αγυρτεία]].
}}
}}