Anonymous

φλεβοδονώδης: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_7)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεβοδονώδης''': -ες, ὁ ἐπιφέρων διατάραξιν εἰς τὰς φλέβας, ἴδε [[φλεδονώδης]].
|lstext='''φλεβοδονώδης''': -ες, ὁ ἐπιφέρων διατάραξιν εἰς τὰς φλέβας, ἴδε [[φλεδονώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α<br />αυτός που επιφέρει διαταραχές στις φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για εσφ. γρφ. [[αντί]] [[φλεδονώδης]].
}}
}}