Anonymous

ταπεινοποιός: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_18)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταπεινοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ.
|lstext='''ταπεινοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που ταπεινώνει κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταπεινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}