3,277,055
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> calmar, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> sorte de pâtisserie.<br />'''Étymologie:''' [[τεῦθος]] -- DELG étym. obscure, pê substrat. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> calmar, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> sorte de pâtisserie.<br />'''Étymologie:''' [[τεῦθος]] -- DELG étym. obscure, pê substrat. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />(στα νεοελλ. [[λόγιος]] τ.) [[γένος]] κεφαλόποδων [[μαλακίων]] ένα [[είδος]] του οποίου [[είναι]] το κοινώς [[σήμερα]] γνωστό [[καλαμάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ζυμαρικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> τα τοπωνύμια <i>Τευθίς</i> στην Αρκαδία και <i>Τευθέα</i> στην Αχαΐα, [[καθώς]] και το ανδρων. <i>Τεῦθος</i>, που αντιστοιχεί πιθ. στο μυκην. <i>teuto</i>). Κατ' ἀλλη [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με τον τ. [[τεύθριον]]. Για τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί <b>βλ. λ.</b> [[τεύθριον]]. | |||
}} | }} |