Anonymous

ὑδρευτικός: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_11)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.
|lstext='''ὑδρευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑδρευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό [[δίκτυο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] ή ο [[κατάλληλος]] για ύδρευση<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρδευτικός]].
}}
}}