Anonymous

χειράγρα: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_9)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειράγρα''': ἡ, [[ἀρθρῖτις]] κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα.
|lstext='''χειράγρα''': ἡ, [[ἀρθρῖτις]] κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[αρθρίτιδα]] του άκρου χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[πιάσιμο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]]). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chiragra</i>, γαλλ. <i>chiragre</i>].
}}
}}