Anonymous

ὑπέρπαχυς: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]].
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]].
}}
{{grml
|mltxt=-εία, -υ / [[ὑπέρπαχυς]], -εῑα, -υ, ΝΜΑ [[παχύς]]<br />υπερβολικά [[παχύς]], [[τετράπαχος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, [[ογκώδης]] («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ [[σκάφη]]]», Δίων Κάσσ.).
}}
}}