Anonymous

φιλοτήσιος: Difference between revisions

From LSJ
45
(Autenrieth)
(45)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=of [[love]], Od. 11.246†.
|auten=of [[love]], Od. 11.246†.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και -ος, και [[φιλητήσιος]], -ία, -ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται από [[φιλία]], από [[αγάπη]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί [[φιλία]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ευάρεστος]], [[προσφιλής]] («φιλοτήσιον [[βρῶμα]] συσκευάζομεν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φιλοτησία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοτήσιον</i><br />[[ομάδα]] εταίρων που μετείχαν σε [[συμπόσιο]] [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φιλοτήσια ἔργα» — [[συνουσία]] (<b>Ησύχ.</b>)<br />β) «[[φιλοτήσιος]] [[χορός]]» — [[ομάδα]] εταίρων (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιλότης]], -<i>ητος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-].
}}
}}