Anonymous

σύρφη: Difference between revisions

From LSJ
646 bytes added ,  29 September 2017
40
(11)
 
(40)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=su/rfh
|Beta Code=su/rfh
|Definition=<b class="b3">φρύγανα</b>, Hsch.
|Definition=<b class="b3">φρύγανα</b>, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φρύγανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. [[σύρω]] με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>συρ</i>-<i>φ</i>-[[ετός]]) και κατάλ. -<i>ή</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το συγγενές σημασιολογικά <i>κάρ</i>-<i>φη</i> «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[άχυρο]]»].
}}
}}