Anonymous

τρήρων: Difference between revisions

From LSJ
1,357 bytes added ,  29 September 2017
41
(Autenrieth)
(41)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ωνος ([[τρέω]]): [[timid]], epith. of the [[dove]].
|auten=ωνος ([[τρέω]]): [[timid]], epith. of the [[dove]].
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (για άγρια περιστέρια) [[δειλός]], [[φοβιτσιάρης]] («πέλειαι τρήρωνες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) το θηλυκό [[περιστέρι]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Το ουσ. <i>τρήρ</i>-<i>ων</i> έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>δρόμ</i>-<i>ων</i> από ένα επίθ. <i>τρηρός</i> / <i>τρᾱρός</i>, που μαρτυρείται στους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «[[τρηρόν]] ἐλαφρόν</i>, [[ταχύ]]» και «[[τραρόν]]<br /><i>τ</i>[[ρ]]<i>αχύ</i>». Ο [[αρχικός]] τ. <i>τρᾱρόν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τρᾰσ</i>-<i>ρόν</i> με [[αντέκταση]]) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τρᾰσ</i>- της ρίζας <i>tres</i>- του ρήματος [[τρέω]] «τρέπομαι σε [[φυγή]] από φόβο» με [[επίθημα]] -<i>ρόν</i>].
}}
}}