Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλετικός: Difference between revisions

From LSJ
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne une tribu <i>ou</i> les membres d’une tribu.<br />'''Étymologie:''' [[φυλή]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne une tribu <i>ou</i> les membres d’une tribu.<br />'''Étymologie:''' [[φυλή]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φυλετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυλέτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις [[μεταξύ]] τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό [[μίσος]]» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην [[περιοχή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αφορά το [[φύλο]], [[σεξουαλικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φυλετικά κύτταρα»<br /><b>βιολ.</b> τα αναπαραγωγικά κύτταρα<br />β) «φυλετικά χαρακτηριστικά» ή «φυλετικά γνωρίσματα»<br /><b>βιολ.</b> τα χαρακτηριστικά με [[βάση]] τα οποία διακρίνονται [[μεταξύ]] τους το θηλυκό και το [[αρσενικό]] [[άτομο]] του ίδιου είδους<br />γ) «πρωτογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»<br /><b>βιολ.</b> όλα τα όργανα που συνδέονται άμεσα με την [[παραγωγή]], την [[έκκριση]] και την [[ανταλλαγή]] γαμετών<br />δ) «δευτερογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»<br /><b>βιολ.</b> τα σωματικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τον σχηματισμό του γεννητικού συστήματος και αναπτύσσονται μόνον [[αφού]] το [[άτομο]] φθάσει στην [[εφηβεία]]<br />ε) «φυλετικά χρωμοσώματα»<br /><b>βιολ.</b> τα ετεροχρωματοσώματα<br />στ) «φυλετικές διακρίσεις»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών νομικών και πραγματικών διακρίσεων που θίγουν την [[αξιοπρέπεια]] του ανθρώπου ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναιρούν την [[αρχή]] της ισότητας [[έναντι]] του νόμου, βάσει κριτηρίων βιολογικών, εθνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, κοινωνικών ή οικονομικών<br />ζ) «φυλετική [[αναπαραγωγή]]» — [[αναπαραγωγή]] που περιλαμβάνει την [[ένωση]] δύο απλοειδών πυρήνων, [[συνήθως]] δύο γαμετών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[μέλη]] μιας φυλής («φυλετική [[φιλία]]» — οι στενοί δεσμοί τών μελών της ίδιας φυλής, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φυλετικά δικαστήρια» — δικαστήρια που εκδίκαζαν τις διαφορές [[μεταξύ]] τών μελών της ίδιας φυλής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φυλετικώς]] / <i>φυλετικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φυλετικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />ως [[προς]] το [[φύλο]], σε [[σχέση]] με την [[εθνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ως [[προς]] τις σχέσεις τών φυλετών, τών μελών της ίδιας φυλής [[μεταξύ]] τους.
}}
}}