Anonymous

χλαρόν: Difference between revisions

From LSJ
3,335 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>acc. n. adv. de</i> *χλαρός;<br /><i>slmt dans l’expr.</i> χλαρὸν γελᾶν rire doucement, sourire ; <i>sel. d’autres</i> rire d’un rire sonore et frais.<br />'''Étymologie:''' cf. χλάδω.
|btext=<i>acc. n. adv. de</i> *χλαρός;<br /><i>slmt dans l’expr.</i> χλαρὸν γελᾶν rire doucement, sourire ; <i>sel. d’autres</i> rire d’un rire sonore et frais.<br />'''Étymologie:''' cf. χλάδω.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[χλαρόν]]<br />[[κόχλαξ]]» <br />β) «[[χλαρόν]]<br />ῥυπαρόν, [[λεπτόν]], τρυχαλέον, ὠχρόν» <br />γ) «[[χλαρόν]]<br />ἐλαιηρὸς [[κώθων]]» <br />δ) <b>στον πληθ.</b> «χλαρά<br />ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Πίνδ.</b> ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ' άλλους, με [[χαρά]], εύθυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος τ. ο [[οποίος]] απαντά μόνο στο [[χωρίο]] του Πινδάρου <i>χλαρὸν γελάσσαις</i> ως επίρρ., με αβέβαιη σημ., το οποίο ερμηνεύεται [[συνήθως]] ως «εύθυμα, λάμποντας από [[χαρά]]». Παρλλ., όμως, απαντούν στον <b>Ησύχ.</b> οι τ. [[χλαρόν]]<br /><i>ἐλαιηρὸς [[κώθων]] και <i>χλαράψαιστὰ ἐν ἐλαίῳ</i>, οι οποίοι συνδέονται από τους μελετητές με το επίρρ. [[χλαρόν]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή θα [[πρέπει]] να δεχθούμε την ύπαρξη μιας οικογένειας λ., αβέβαιης ετυμολ., η οποία περιλάμβανε όρους σχετικούς με το [[λάδι]] και με διάφορα αγγεία για [[λάδι]] (εδώ θα μπορούσε πιθ. να ενταχθεί και ο [[μυκηναϊκός]] τ. <i>kararewe</i> = <i>χλαρῆFες</i>, ονομ. ενός δοχείου για [[λάδι]]), [[οπότε]] η σημ. «με [[χαρά]], λάμποντας από [[χαρά]]» του επιρρ. [[χλαρόν]] μπορεί να έχει προέλθει από μτφ. [[χρήση]] μιας λ. με σημ. «[[λιπαρός]], [[γυαλιστερός]] σαν το [[λάδι]]» (ανάλογες μτφ. σημ. εμφανίζει και το επίθ. [[λιπαρός]]). Σε ό,τι αφορά την ετυμολ. της οικογένειας αυτής, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι συνδέεται με το επίθ. [[χλωρός]] και το αρχ. νορβ. <i>gl</i><i>ō</i><i>ra</i> «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χλωρός]]) ή, κατ' άλλους, με το επίθ. [[χαλαρός]], απόψεις που παραμένουν, όμως, ανεπιβεβαίωτες. Εκτός από τους τ. αυτούς, ο <b>Ησύχ.</b> παραδίδει δύο [[ακόμα]] τ. με διαφορετικές σημ.: [[χλαρόν]]<br /><i>ῥυπαρόν</i>, [[λεπτόν]], <i>τρυχαλέον</i> και [[χλάρ]]<br />[[κόχλαξ]], οι οποίοι [[πρέπει]] να ενταχθούν σε [[άλλη]] [[οικογένεια]] με γενική σημ. «χοντρή [[άμμος]], [[λεπτό]] [[χαλίκι]]» η οποία συνδέεται πιθ. με το λατ. <i>glarea</i> «χοντρή [[άμμος]]» και έχει πιθ. προέλθει από κάποια [[γλώσσα]] της Μεσογείου].
}}
}}