Anonymous

σφακώδης: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_7)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
|lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ῶδες, Α [[σφάκος]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο φύεται με [[αφθονία]] η [[φασκομηλιά]].
}}
}}