Anonymous

ὑπόροφος: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπώροφος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπώροφος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόροφος]], -ον, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) [[υπώροφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπόροφη [[βλάστηση]]» ή, [[απλώς]], «ο [[υπόροφος]]»<br /><b>οικολ.</b> το [[σύνολο]] τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται [[κάτω]] από την [[κομοστέγη]] τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑπόροφος]] βοή» — ο [[απαλός]] [[ήχος]] του αυλού.
}}
}}