Anonymous

τροχοειδής: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de roue <i>ou</i> de cercle, circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />en forme de roue <i>ou</i> de cercle, circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τροχού, [[κυκλικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] άρθρωσης [[κατά]] την οποία [[ένας]] [[άξονας]] περιστρέφεται [[μέσα]] σε έναν δακτύλιο ή [[ένας]] [[δακτύλιος]] κινείται [[γύρω]] από έναν άξονα, όπως [[είναι]] η κερκιδωλενική [[άρθρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τροχοειδής]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθημ.</b> ειδική [[περίπτωση]] της κυκλοειδούς καμπύλης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τροχοειδῶς</i> Α<br />στο [[σχήμα]] του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}