3,277,121
edits
(6_3) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράδῠμος''': [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα [[ὁμοῦ]], Στράβ. 695. (-δυμος [[εἶναι]] φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ [[κατάληξις]], πρβλ. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀμφίδυμος]]). | |lstext='''τετράδῠμος''': [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα [[ὁμοῦ]], Στράβ. 695. (-δυμος [[εἶναι]] φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ [[κατάληξις]], πρβλ. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀμφίδυμος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράδυμος]], -ον, Α<br />αυτός που γεννήθηκε [[μαζί]] με [[τρεις]] άλλους συγχρόνως και από την [[ίδια]] [[μητέρα]], [[καθένας]] από τους [[τέσσερεις]] αδελφούς που γεννήθηκαν στην [[ίδια]] [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδυμο</i><br /><b>ανατ.</b> τα [[τέσσερα]] υποστρόγγυλα επάρματα της καλύπτρας του μεσεγκεφάλου που βρίσκονται [[πάνω]] και [[πίσω]] από τον υδραγωγό του Σύλβιους<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράδυμα</i><br />[[τέσσερα]] [[παιδιά]] που προέρχονται από μία [[κύηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τετράδυμη [[κύηση]]» — [[κύηση]] στην οποία υπάρχουν [[τέσσερα]] [[παιδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(συν. για πράγματα όμοια που αποτελούν ένα [[σύνολο]]) ο [[τέσσερεις]] φορές όμοιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του <i>δύ</i>-<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δίδυμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>δυμος</i>]. | |||
}} | }} |