Anonymous

ὑπωρόφιος: Difference between revisions

From LSJ
44
(SL_2)
(44)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὑπωρόφιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[under]] the [[roof]] [[οὐδέ]] μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι δέκονται (P. 1.97)
|sltr=[[ὑπωρόφιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[under]] the [[roof]] [[οὐδέ]] μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι δέκονται (P. 1.97)
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπωρόφιος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[οροφή]], [[κάτω]] από την [[στέγη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπωρόφιο [[δωμάτιο]]» — [[σοφίτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο [[σημείο]] οικοδομήματος<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὑπωροφία</i> και [[ὑπωρυφία]]<br />η ξύλινη [[επένδυση]] μιας επιστρωμένης με κεραμίδια οροφής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὑπωρόφιοι φόρμιγγες» — φόρμιγγες που ηχούν [[μέσα]] στην [[αίθουσα]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρόφιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑπερ</i>-<i>ωρόφιος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}