Anonymous

συνέστιος: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui réside près du même foyer, qui habite la même maison que, τινι ; avec un gén. : [[ξυνέστιος]] πόλεως ESCHL concitoyen;<br /><b>2</b> protecteur du foyer (Zeus).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑστία]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui réside près du même foyer, qui habite la même maison que, τινι ; avec un gén. : [[ξυνέστιος]] πόλεως ESCHL concitoyen;<br /><b>2</b> protecteur du foyer (Zeus).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑστία]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στην [[ίδια]] [[εστία]] με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.<br />β. «ἀθανάτοισι [[συνέστιος]]», Απολλ. Ρόδ.<br />γ. «[[σύσσιτος]] καὶ [[συνέστιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στενός]] [[φίλος]], [[αδελφικός]] [[φίλος]] («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ [[σύνοικος]] καὶ [[συνοδοιπόρος]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[συνέστιος]]<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] και άλλων θεοτήτων ως προστατών της οικογενειακής εστίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[έστιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑστία]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-[[έστιος]]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στην [[ίδια]] [[εστία]] με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.<br />β. «ἀθανάτοισι [[συνέστιος]]», Απολλ. Ρόδ.<br />γ. «[[σύσσιτος]] καὶ [[συνέστιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στενός]] [[φίλος]], [[αδελφικός]] [[φίλος]] («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ [[σύνοικος]] καὶ [[συνοδοιπόρος]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[συνέστιος]]<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] και άλλων θεοτήτων ως προστατών της οικογενειακής εστίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[έστιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑστία]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-[[έστιος]]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στην [[ίδια]] [[εστία]] με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.<br />β. «ἀθανάτοισι [[συνέστιος]]», Απολλ. Ρόδ.<br />γ. «[[σύσσιτος]] καὶ [[συνέστιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στενός]] [[φίλος]], [[αδελφικός]] [[φίλος]] («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ [[σύνοικος]] καὶ [[συνοδοιπόρος]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[συνέστιος]]<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] και άλλων θεοτήτων ως προστατών της οικογενειακής εστίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[έστιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑστία]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-[[έστιος]]].
}}
}}