Anonymous

φιλαλήθεια: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(45)
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filalitheia
|Transliteration C=filalitheia
|Beta Code=filalh/qeia
|Beta Code=filalh/qeia
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sincerity, ingenuousness</b>, τρόπου <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.198b</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[sincerity]], [[ingenuousness]], τρόπου Them.''Or.''15.198b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] ἡ, Wahrheitsliebe (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] ἡ, [[Wahrheitsliebe]] (?).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλαλήθης]]<br />η [[αγάπη]] για την [[αλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τη μεταφυσ.-θεολ. [[αντίληψη]]) δεδομένη και απόλυτη [[ιδιότητα]] του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την [[έννοια]] της αλήθειας, έξω από [[κάθε]] τοπικό ή [[χρονικό]] προσδιορισμό<br />β) ([[κατά]] την ανθρωπολ. [[προσέγγιση]]) η [[τάση]] για [[αναζήτηση]] της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την [[αλήθεια]], [[έννοια]] που δηλώνει [[συνήθως]] την καλή [[πίστη]] ή [[πρόθεση]] εκείνου που μιλάει, [[χωρίς]] να ταυτίζεται με την [[αλήθεια]] ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλαλήθης]]<br />η [[αγάπη]] για την [[αλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τη μεταφυσ.-θεολ. [[αντίληψη]]) δεδομένη και απόλυτη [[ιδιότητα]] του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την [[έννοια]] της αλήθειας, έξω από [[κάθε]] τοπικό ή [[χρονικό]] προσδιορισμό<br />β) ([[κατά]] την ανθρωπολ. [[προσέγγιση]]) η [[τάση]] για [[αναζήτηση]] της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την [[αλήθεια]], [[έννοια]] που δηλώνει [[συνήθως]] την καλή [[πίστη]] ή [[πρόθεση]] εκείνου που μιλάει, [[χωρίς]] να ταυτίζεται με την [[αλήθεια]] ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.
}}
{{trml
|trtx====[[sincerity]]===
Arabic: إِخْلَاص‎; Azerbaijani: səmimilik, səmimiyyət; Belarusian: шчырасць, адкрытасць; Bulgarian: искреност; Catalan: sinceritat; Cebuano: sinceridad; Chinese Mandarin: 真誠/真诚, 真心, 誠實/诚实, 真摯/真挚, 誠意/诚意; Czech: upřímnost; Danish: oprigtighed; Dutch: [[oprechtheid]]; Esperanto: sincereco; Finnish: rehellisyys, vilpittömyys; French: [[sincérité]]; German: [[Aufrichtigkeit]], [[Ehrlichkeit]]; Gothic: 𐌰𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐍂𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐌹𐌸𐌰; Greek: [[ειλικρίνεια]]; Ancient Greek: [[ἀλάθεα]], [[ἀλαθεία]], [[ἀλάθεια]], [[ἀλήθεια]], [[ἀληθείη]], [[ἀπλαστία]], [[ἁπλότης]], [[ἀφθαρσία]], [[ἀψεύδεια]], [[γνησιότης]], [[εἰλικρίνεια]], [[εἰλικρινότης]], [[τἀληθές]], [[τὸ γνήσιον]], [[φιλαλήθεια]]; Hungarian: egyenesség, őszinteség; Italian: [[sincerità]]; Japanese: 誠実, 誠意; Khmer: ភាពស្មោះ; Korean: 성실(誠實), 성의(誠意); Latin: [[sinceritas]]; Macedonian: искреност; Malayalam: ആത്മാർത്ഥത; Norwegian Bokmål: oppriktighet; Polish: szczerość; Portuguese: [[sinceridade]]; Romanian: sinceritate; Russian: [[искренность]], [[откровенность]], [[честность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏скрено̄ст; Roman: ȉskrenōst; Slovak: úprimnosť; Slovene: iskrenost; Spanish: [[sinceridad]]; Swedish: uppriktighet; Thai: ความจริงใจ; Turkish: samimiyet; Ukrainian: щирість, відвертість; Vietnamese: sự chân thành
}}
}}