Anonymous

σύννυμφος: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύννυμφος''': ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ [[Διονύσιος]] οὕτω φράζει: ‘‘[[εἰνάτερες]] ἐν ταῖς [[ἀλλήλων]] ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.
|lstext='''σύννυμφος''': ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ [[Διονύσιος]] οὕτω φράζει: ‘‘[[εἰνάτερες]] ἐν ταῖς [[ἀλλήλων]] ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[συνυφάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>νυμφος</i>].
}}
}}