Anonymous

ὑπεραναβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_3)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.
|lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[υπερβαίνω]], [[περνώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]] («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεραναβεβηκὸς [[κριτήριον]]» — υπέρτατο, ανώτατο [[κριτήριο]] (Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}