Anonymous

χειμόσπορος: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_18)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειμόσπορος''': -ον, ὁ σπειρόμενος ἐν καιρῷ χειμῶνος, χειμόσποροι πυροὶ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 1.
|lstext='''χειμόσπορος''': -ον, ὁ σπειρόμενος ἐν καιρῷ χειμῶνος, χειμόσποροι πυροὶ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για καρπό) αυτός που τον σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηλό</i>-<i>σπορος</i>, [[πρωΐ]]-<i>σπορος</i>].
}}
}}