3,277,114
edits
(6_21) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεύθριον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], παρὰ Διοσκ. 3. 124. | |lstext='''τεύθριον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], παρὰ Διοσκ. 3. 124. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[πόλιον]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ερυθρόδανον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[τεύθριον]], μέσω της έννοιας του χρώματος, συνδέεται με τη λ. [[τευθίς]] «[[καλαμάρι]]», λόγω της μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια [[ρίζα]] με σημ. «[[χρωματίζω]]». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>-<i>dh</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i> [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>- «[[τρέχω]], ρέω» (<b>πρβλ.</b> <i>θέω</i>). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή [[άποψη]], το θ. του τ. [[τεύθριον]] απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. <i>teutarakoro</i> = <i>τεύθραγρος</i> με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»]. | |||
}} | }} |