Anonymous

ταρβόσυνος: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />effrayé, épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]].
|btext=η, ον :<br />effrayé, épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ύνη, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φόβο, [[φοβερός]], [[τρομακτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. [[ταρβοσύνη]] (<b>πρβλ.</b> [[γηθοσύνη]]: [[γηθόσυνος]])].
}}
}}