3,251,702
edits
(6_14) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριχοφόρος''': ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ. | |lstext='''τριχοφόρος''': ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο / [[τριχοφόρος]], -ον, ΝΑ<br />[[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τριχοφόρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[κοινή]] [[ονομασία]] του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού [[οδόβαινος]], που μοιάζει με [[φώκια]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |