Anonymous

χειμαρρώδης: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un torrent.<br />'''Étymologie:''' [[χείμαρρος]].
|btext=ης, ες :<br />semblable à un torrent.<br />'''Étymologie:''' [[χείμαρρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χειμαρρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους</i> / [[χείμαρρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[ορμητικός]] σαν [[χείμαρρος]] (α. «[[είναι]] [[χειμαρρώδης]] στις αντιδράσεις του» β. «[[χειμαρρώδης]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ευφράδης («[[χειμαρρώδης]] [[ρήτορας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ρέει σαν [[χείμαρρος]].
}}
}}