Anonymous

χλιδωνόπους: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλῐδωνόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, [[τουτέστι]] περισκελίδας» Ἡσύχ.
|lstext='''χλῐδωνόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, [[τουτέστι]] περισκελίδας» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]], -<i>ωνος</i> «[[είδος]] κοσμήματος» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-[[πους]]].
}}
}}