Anonymous

ταυρόφθογγος: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_18)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρόφθογγος''': -ον, ὁ φθεγγόμενος, μυκώμενος ὡς [[ταῦρος]], τ. μῖμοι, ἦχοι μιμούμενοι τὸν μηκυθμὸν τῶν ταύρων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55.
|lstext='''ταυρόφθογγος''': -ον, ὁ φθεγγόμενος, μυκώμενος ὡς [[ταῦρος]], τ. μῖμοι, ἦχοι μιμούμενοι τὸν μηκυθμὸν τῶν ταύρων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μουγκρίζει σαν [[ταύρος]] («ταυρόφθογγοι μῑμοι» — ήχοι ως [[μίμηση]] του μυκηθμού τών ταύρων, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόγγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μελί</i>-<i>φθογγος</i>].
}}
}}