Anonymous

τιμητεία: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Rome</i> censure, charge de censeur.<br />'''Étymologie:''' [[τιμητής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Rome</i> censure, charge de censeur.<br />'''Étymologie:''' [[τιμητής]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[τιμητεύω]]<br />(στην αρχ. [[Ρώμη]]) η [[θητεία]], το [[αξίωμα]] και η [[εξουσία]] του τιμητού, του Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ' ὑπατείας [[κατόπιν]] ἔτεσι [[δέκα]] τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}