Anonymous

σχοίνινος: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]].
|btext=η, ον :<br />de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σχοίνινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και [[σκοίνινος]], -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. [[σχοινίς]], -[[ίδος]], Α [[σχοῑνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />κατασκευασμένος με [[σχοινί]]<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από σχοίνους.
}}
}}