Anonymous

τορνευτικός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τορνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.
|lstext='''τορνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τορνευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τορνευτική</i><br />η [[τέχνη]] του τορνευτή.
}}
}}