3,277,055
edits
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1. | |lstext='''τορνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τορνευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τορνευτική</i><br />η [[τέχνη]] του τορνευτή. | |||
}} | }} |