Anonymous

τόρνευμα: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_21)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόρνευμα''': τό, [[κίνησις]] περιφερική, ὡς ἡ τοῦ τόρνου, πρβλ. [[τόρευμα]]. 2) τορνεύματα, τὰ ἐκ τοῦ τόρνου πίπτοντα ξύσματα, ῥινήματα, Διοσκ. 1. 108.
|lstext='''τόρνευμα''': τό, [[κίνησις]] περιφερική, ὡς ἡ τοῦ τόρνου, πρβλ. [[τόρευμα]]. 2) τορνεύματα, τὰ ἐκ τοῦ τόρνου πίπτοντα ξύσματα, ῥινήματα, Διοσκ. 1. 108.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ και [[τόρνεμα]] Ν [[τορνεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τόρνευση]], το [[τορνάρισμα]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[τορνεύω]], [[έργο]] επεξεργασμένο στον τόρνο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τορνεύματα</i><br />τα ξύσματα από την [[τόρνευση]], πριονίδια, ρινίσματα<br /><b>αρχ.</b><br />η περιστροφική [[κίνηση]] του τόρνου, [[καθώς]] και [[κάθε]] [[άλλη]] παρόμοια [[κίνηση]].
}}
}}