3,274,216
edits
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντελεστικός''': -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. [[χρόνος]]), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 101. | |lstext='''συντελεστικός''': -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. [[χρόνος]]), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 101. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συντελεστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συντελῶ]]<br />αυτός που συντελεί σε [[κάτι]], [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπληρωματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[συντελεστικός]]<br />(ενν. [[χρόνος]]) <b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]] και ο [[αόριστος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον παρατατικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συντελεστικῶς</i> Α<br />σε συντελεστικό χρόνο. | |||
}} | }} |