3,253,652
edits
(Autenrieth) |
(45) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[chest]], [[coffer]], [[box]], pl., Il. 24.228 and Od. 15.104. | |auten=[[chest]], [[coffer]], [[box]], pl., Il. 24.228 and Od. 15.104. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κιβώτιο]] για τη [[φύλαξη]] ρούχων, [[σεντούκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. <i>φώρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]) «[[κλέφτης]]», [[φώριος]] «[[κλεμμένος]]», ενώ, [[κατά]] τις νεώτερες απόψεις, η λ. [[φωριαμός]] ανήκει μεν στην [[οικογένεια]] του ρ. [[φέρω]], έχει, όμως, σχηματιστεί μέσω ενός επιθ. [[φώριος]] με σημ «[[φορητός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>rya</i>-), σχηματισμένου από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[φέρω]] (για τον σχηματισμό <b>βλ.</b> και λ. <i>φώρ</i>). Κατ' άλλους, [[τέλος]], πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης. Ωστόσο, όλες οι απόψεις αυτές παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[φωριαμός]] απαντά στον <b>Ησύχ.</b> και τ. [[χωριαμός]]<br />[[κίστη]], ο [[οποίος]], όμως, [[πρέπει]] [[μάλλον]] να θεωρηθεί εσφ. γρφ. [[αντί]] του [[φωριαμός]]. | |||
}} | }} |