Anonymous

τωθαστής: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_19)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τωθαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ τωθάζων, περιπαίζων, [[χλευαστής]], [[Πολυδ]]. ϛʹ, 29. 123, Θ΄, 149, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[κόβαλος]] καὶ κομψόν.
|lstext='''τωθαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ τωθάζων, περιπαίζων, [[χλευαστής]], [[Πολυδ]]. ϛʹ, 29. 123, Θ΄, 149, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[κόβαλος]] καὶ κομψόν.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τωθάζω]]<br />αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει.
}}
}}