Anonymous

τάργανον: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_21)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάργᾰνον''': τό, [[ὄξος]] ἢ ξιδόκρασον, Λατ. lora, [[Φοῖνιξ]] παρ’ Ἀθην. 495Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τάργανον]]· [[ὄξος]]. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων [[πόμα]]. καὶ πόα, ἡ καὶ [[σκορπίουρος]]».
|lstext='''τάργᾰνον''': τό, [[ὄξος]] ἢ ξιδόκρασον, Λατ. lora, [[Φοῖνιξ]] παρ’ Ἀθην. 495Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τάργανον]]· [[ὄξος]]. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων [[πόμα]]. καὶ πόα, ἡ καὶ [[σκορπίουρος]]».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λυδούς) όξος, [[ξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξό</i>-<i>ανον</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. τόσο με τον τ. [[στεργάνος]] «[[κοπρώνας]]» όσο και με τη λ. [[τρύξ]] «νέο [[κρασί]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τα [[ἀτρεκής]] και [[ἄτρακτος]] και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» αντίστοιχο του λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. της λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. [[τρέπω]] «[[στρέφω]]» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως [[γάλα]] ή [[κρασί]], που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: <i>ὁ [[οἶνος]] τρέπεται</i> και [[τροπίας]] «[[κρασί]] που έχει ξινίσει» (<b>πρβλ.</b> και το γαλλ. <i>le vin tairne</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του [[τάργανον]] με τη λ. [[σαργάνη]] (<b>πρβλ.</b> «<i>ταργάναι</i><br /><i>πλοκαί συνδέσεις</i>») δεν θεωρείται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />[[είδος]] υδρόβιου φυτού, η [[ίππουρις]].
}}
}}